Vallasion
Vallasion, Χωριό Ισμαήλ
Εικαστική εγκατάσταση
Μάρω Φασουλή
Η εικαστικός Μάρω Φασουλή, στο πλαίσιο του residency “Four plus one elements” του Κinono, The Tinos Gathering, μελετά το εγκαταλελειμμένο χωριό της Τήνου Ισμαήλ, δίνοντας έμφαση στους παραδοσιακούς τρόπους δόμησης, στο πέτρωμα και στην τοιχοποιία της περιοχής. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική ερευνάται ως το αντρικό πεδίο εργασίας, ενώ η υφαντική ως το γυναικείο πεδίο εργασίας: το ένα δημιουργεί εξωτερικό προστατευτικό κέλυφος, ενώ το άλλο εμπεριέχεται σε αυτό.
Μία αγροτική κατοικία μετατρέπεται από ερείπιο σε ένα ανοιχτό σύστημα, όπου ο διαχωρισμός των ορίων μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, αντρικού και γυναικείου υποχωρούν αντιστρέφοντας τις θέσεις τους.
Ο τοίχος-υφαντό εκθέτει το εσωτερικό ενός χώρου που πλέον είναι ανενεργός, προστατεύοντας το κτίσμα ως ένα παράδοξο αμυντικό σύστημα και αποκαλύπτοντας παράλληλα τις ενέργειες που χρειάστηκαν για την κατασκευή του.
Αυτό που δεν οφείλει να είναι δημόσια ορατό, βρίσκεται πλέον σε κοινή θέα επιτείνοντας την αμηχανία απέναντι στην ασφάλεια του ορίου μέσω μιας παραδοξότητας.
“Φυτρώνουν πάλι πέτρες,
Να τις μαζέψω καινούριες ή τίς ίδιες. Να τίς στοιβάξω.
Να’χω να τίς ξανά ρίξω ή νά χαλάσουν πάλι.
Κεντρούν πάλι πέτρες
Παντού ορθές
Να βρώ άλλες, ή τίς ίδιες αλλιώς
Βαλμένες βαθιά στήν κτίση,
Με τα δοκάρια τους να χάσκουν πάλι. Εγκαταλείπουν το στοιβαγμα.
Πώς καί δέν έμεινε καμιά,
Ούτε να ρίξεις.”
Η εγκατάσταση Vallasion προέρχεται από έρευνα που ξεκίνησε το 2009 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα και βασίζεται στην υποκειμενική ανάγνωση του τοπίου, της λαϊκής υφαντικής και αρχιτεκτονικής στην έξω μεριά της Τήνου.
Στην εγκατάσταση Vallasion (οχυρωματική τέχνη) που παρουσιάζεται στην Τήνο στο χωριό Ισμαήλ από το Σάββατο 14 Μαΐου μέχρι και τον Αύγουστο στα πλαίσια του Residency KINONO μελετάται ο αγροτικός οικισμός Ισμαήλ και συγκεκριμένα το μονόχωρο σπίτι που εντοπίζεται στην είσοδο του οικισμού ο οποίος έχει εγκαταληφθεί απο την δεκαετία του 50΄.
Το Ισμαήλ είχε κτισθεί πάνω στο δρόμο που συνέδεε τις δυο εκκλησιές του. Ως αυτόνομος αγροτικός οικισμός, δεν θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει δορυφόρο μεγαλύτερου χωριού. Πρόκειται για μικρο αλλά συνεκτικό οικισμό με προοπτική εξέλιξης σε χωριό. Ο οικισμός αυτός, με τη συγκεκριμένη συγκρότηση, είναι αρκετά παλαιός —υπάρχει τουλάχιστον από τα τέλη του 17ου αιώνα— όταν η λατομική δραστηριότητα στην περιοχή εκείνη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη
Το τοπωνύμιο Ισμαήλ είναι πλέον βέβαιο ότι δεν παραπέμπει σε εγκατάσταση μουσουλμάνων, ούτε σε σχέσεις με το Ισμαήλιον της Ρουμανίας. Ως «Smaili» απαντάται σε έγγραφα του 17ου αιώνα στο Αρχείο Καθολικών Τήνου και το Ισμαήλ αποτελεί λογιωτατισμό του τέλους του 18ου ή των αρχών του 19ου αιώνα. Το πιθανότερο πρόκειται για παραφθορά του γνωστού και από την Άνδρο επωνύμου Μαΐλης (Στου Μαΐλη = Σ’μαΐλη = Σμαΐλη = Ισμαήλ)1
Αναμφίβολα ο οικισμός συγκροτήθηκε αρχιτεκτονικά με την προοπτική της συνεκτικής συμβίωσης μιας μικρής γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας με τα σπίτια κτισμένα κατά μήκος ενός οδικού άξονα. Το ίδιο το χωριό το συναντάμε προστατευμένο σε πλαγιά, κτισμένο επάνω στα τεχνητά επίπεδα των βουνών που είχαν κατασκευαστεί για εξοικονόμηση χώρου καλλιεργήσιμης έκτασης( και υπάρχουν σε όλο το νησί) και απόλυτα ενσωματωμένο στο φυσικό τοπίο σε βαθμό που θα λέγαμε πως το συναποτελεί. Αυτός ήταν και ο σκοπός άλλωστε.
Το άτομο ήταν μέρος μιας κοινωνίας από αλληλοεξαρτώμενα μέρη και το ίδιο ίσχυε και για την τύπο της ανθρώπινης επέμβασης στον τόπο διαμονής και εκμετάλλευσης.
Vallasion, ή αλλιώς Οχυρωματική Τέχνη
Σε ότι αφορά το ίδιο το κτίσμα, οι διαστάσεις του είναι 8×3χ3μ. Δεν διαθέτει παράθυρα παρά μόνο μια μικρή οπή στην μικρή πλευρά 3×3 και η είσοδος του είναι 0,70×1μ. τοποθετημένη στην βορινή μεγάλη πλευρά 8×3μ.. Είναι κατασκευασμένο από πέτρες σχιστόλιθου και μαρμάρου ενώ η οροφή κατασκευάστηκε από μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες.
Το συγκεκριμένο κτίσμα λόγω του μεγέθους του αλλά και των σημείων που το φέρνουν σε επαφή με τον εξωτερικό χώρο αναγνωρίζεται ως αμυντικό, σχεδόν ως ένα αρχετυπικό οχυρωματικό ανάπτυγμα. Το ίδιο το κτίσμα είναι ένα προστατευτικό εσωστρεφές κέλυφος, που παρέχει τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση του κατοίκου του, όπως επίσης εσωστρεφής χαρακτηρίζεται και ολόκληρος ο οικισμός ο οποίος δεν διαθέτει σημεία συνάθροισης, όπως πλατείες,για τους κατοίκους του.
Το κτίσμα αποτελεί ίσως μεγαλύτερη προστασία από όση φανταζόμουν ποτέ και από όση τολμώ να φανταστώ όσο βρίσκομαι μέσα στο κτίσμα.2
Οι τοίχοι του κτίσματος κλείνουν προς τα μέσα, εξαλείφοντας κάθε τι περιττό που θα διατάρασσε αυτήν την εσωτερικότητα. Έτσι, γίνεται ακόμα πιο εσωστρεφές και το κτίσμα μετατρέπεται σε κέλυφος. Ένα «κέλυφος», το οποίο λειτουργεί τόσο προστατευτικά που σχεδόν ταυτίζεται με την πρωταρχική έννοια της προστασίας, τη μήτρα. Η μήτρα είναι η πρώτη κατοικία του ανθρώπου. Εκεί, σε ένα ασφαλές κατάλυμα, προστατευμένο από το εξωτερικό περιβάλλον ξεκινάει τη ζωή του, και αυτήν αναπολεί με κάθε σπίτι-περίβλημα. Ίσως αυτό το πρώτο βίωμα βάζει τα θεμέλια για τις μελλοντικές σχέσεις με το κτίσμα. Η βιωματική σχέση, που έχει αναπτυχθεί στον άνθρωπο ήδη μέσω της πρώτης του κατοίκισης στη μήτρα, τον κάνει να αναζητά στις μελλοντικές του κατοικίσεις τη «μητρότητα» του κτίσματος.
Ένας εσωτερικός χώρος, που λειτουργεί τόσο καταλυτικά προς τον ένοικο του, ίσως να μπορεί να υποδηλωθεί μέσω της παρουσίας ενός σχεδόν ερμητικά κλειστού κατασκευάσματος.
«Σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς» 3
Παρατηρώντας εξωτερικά ένα κτίσμα, προσπαθούμε να φανταστούμε το εσωτερικό του. Το εσωτερικό καταμαρτυρεί σχέσεις, δραστηριότητες και, εν τέλει, εμπεριέχει εγγεγραμμένη εντός του την ίδια τη ζωή που περικλείει. Τα αντικείμενα, ο χρόνος και το ανθρώπινο πέρασμα στον εσωτερικό χώρο, φανερώνουν τα πάντα για το κτίσμα και τον κάτοικο του. Αυτός είναι ο λόγος που η είσοδος του κτίσματος είναι μικρή, η ζωή εντός του υπονοείται, η θέαση και η συμμετοχή σε αυτήν απαγορεύεται.
Ο μάστορας- αρχιτέκτονας ενός τέτοιου μονοχώρου εντοπίζεται στο εξωτερικό του. Στο εσωτερικό εντοπίζουμε τη γυναίκεια δραστηριότητα που αφορά μια σημαντική και επίπονη εργασία, την δημιουργία ενός εσωτερικού κελύφους από υφαντά. Οι πρώτες ύλες προέρχονταν από τα πρόβατα που είχε η οικογένεια στην κατοχή της που στη συνέχεια γινόντουσαν νήμα για τον αργαλειό. Από εκεί κάλυπταν, εκτός από τις βασικές ανάγκες ρουχισμού των κατοίκων, μέρη του κτίσματος ως ένα είδος εσωτερικής αρχιτεκτονικής.
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική ερευνάται ως το αντρικό πεδίο εργασίας, ενώ η υφαντική ως το γυναικείο πεδίο εργασίας όπου το ένα δημιουργεί εξωτερικό προστατευτικό κέλυφος ενώ το άλλο εμπεριέχεται και δημιουργεί μέσα σε αυτό.
Και στα δυο πεδία εργασίας το ανθρώπινο σώμα εντοπίζεται ως μέτρο και μονάδα μέτρησης της παραδοσιακής υφαντικής και αρχιτεκτονικής.
αυτό το μέτρο-σώμα είναι και ο λόγος που αυτές οι κατασκευές (κτίσμα-υφαντό) είναι οικεία. Κατασκευάζονταν με το σώμα και προορίζονταν για αυτό.
Παρατηρώντας τους παραδοσιακούς τρόπους δόμησης, τα πετρώματα που χρησιμοποιήθηκαν, την τοιχοποιία και την παραδοσιακή υφαντική τής περιοχής το ερείπιο μιας προγενέστερης γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας μετατρέπεται σε ένα ανοιχτό σύστημα όπου ο διαχωρισμός των ορίων μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, αντρικού και γυναικείου υποχωρούν αντιστρέφοντας τις θέσεις τους. Ο τοίχος που κάποτε διαχώριζε το δημόσιο από το ιδιωτικό και τις θέσεις των φύλων είναι τώρα η εσωτερική δομή ενός υφαντού που προστατεύει το ερείπιο ως ένα παράδοξο αμυντικό σύστημα, αποκαλύπτοντας τις ενέργειες που χρειάστηκαν για την κατασκευή του. Αυτό που δεν οφείλει να είναι δημόσια ορατό βρίσκεται πλέον σε κοινή θέα επιτείνοντας την αμηχανία απέναντι στην ασφάλεια του ορίου μέσω μιας παραδοξότητας.
1Κώστας ∆ανούσης, Τα “Έσχατα” της Εξωμεριάς. Μαρλάς, Μαμάδος & η πέραν αυτών Τήνος, Εκδόσεις ΔΕΔΕΜΑΔΗ Αθήνα 2009,σ.27
2 Franz Kafka, Το κτίσμα, μτφρ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2001, σ.24.
3 Κώστας ∆ανούσης, Τα “Έσχατα” της Εξωμεριάς. Μαρλάς, Μαμάδος & η πέραν αυτών Τήνος, Εκδόσεις ΔΕΔΕΜΑΔΗ Αθήνα 2009.
Η εγκατάσταση παρουσιάστηκε στην Τήνο, στο χωριό Ισμαήλ
το Σάββατο 14 /5/2022
Μελέτη/υλοποίηση: Μάρω Φασουλή
Καταγραφή / βοηθός: ο εικαστικός Κωνσταντίνος Κοϊνός